Αναδημοσιεύω από το πολύ καλό φιλικό blog "The secret real truth":
Θα γίνω χαλί να με πατήσεις.
Στην Βυζαντινή εποχή υπήρχαν ειδικοί δάσκαλοι, που δίδασκαν την κολακεία σε ενδιαφερόμενους, που ήθελαν να πετύχουν κάποια θέση στα ανάκτορα. Όλοι αυτοί ονομάζονταν «αυλοκόλακες» και πολλές φορές με την κολακεία τους, κατάφερναν να φτάσουν σε μεγάλα αξιώματα και να γίνουν τύραννοι του λαού. Κάποτε, σε μια λαϊκή εξέγερση, μερικοί επαναστάτες έπιασαν τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό το Β' και του έκοψαν τη μύτη! Και οι εφτά τότε κόλακές του, έκοψαν κι αυτοί τη δική τους μύτη, για να μη υπερέχουν σε τίποτα από αυτόν. Όταν ο Αυτοκράτορας ήθελε να καβαλήσει το άλογό του, οι κόλακες μάλωναν μεταξύ τους ποιος θα πρωτοσκύψει για να πατήσει επάνω στην πλάτη του ο αυτοκράτορας. Άλλοτε πάλι, για να μη λερώσει τα κόκκινα σανδάλια του, οι κόλακες έπεφταν κατάχαμα μέσα στις λάσπες και τις ακαθαρσίες, ενώ ο αφέντης πατούσε επάνω τους, για να μπει στο παλάτι του. Από την τελευταία αυτή ταπεινή πράξη των αυλοκολάκων έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: «θα γίνω χαλί να με πατήσεις», που τη λέμε συνήθως, όταν θέλουμε να πείσουμε κάποιον, από τον οποίο ζητάμε μια χάρη, ή να τον ευχαριστήσουμε για κάποιο σκοπό.
.
Κάνει την πάπια.
Στη βυζαντινή εποχή, αυτός που κρατούσε τα κλειδιά του παλατιού -ο κλειδάτορας- ονομαζόταν Παπίας. Με τον καιρό αυτό το όνομα έγινε τιμητικός τίτλος, που δίνονταν σε διάφορους έμπιστους αυλικούς. Κάποτε – όταν αυτοκράτορας ήταν ο Βασίλειος Β’ – Παπίας του παλατιού έγινε ο Ιωάννης Χανδρινός, άνθρωπος με σκληρά αισθήματα, ύπουλος και ψεύτης. Από τη στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα, άρχισε να διαβάλει τους πάντες. Όταν κάποιος τού παραπονιόταν πως τον αδίκησε έλεγε υποκριτικά «Είσαι ο καλύτερός μου φίλος. Πως μπορούσα να πω εναντίον σου στον αυτοκράτορα;» Η διπροσωπία του αυτή έμεινε κλασική στο Βυζάντιο.
Γι’ αυτό, από τότε, όταν κανείς πιανόταν να λεει κανένα ψέμα στη συντροφιά του ή να προσποιείται τον ανήξερο, οι φίλοι του έλεγαν ειρωνικά «Ποιείς τον Παπία;» Φράση που έμεινε ως τα χρόνια μας με μια μικρή παραλλαγή.
Έμεινε στα κρύα του λουτρού.
Έχει τις ρίζες του στο Βυζάντιο, και στα μικτά (αντρών και γυναικών) ατμόλουτρα (χαμάμ) τα οποία ήταν πολύ διαδεδομένα. Με την σύνοδο της Λαοδικείας, όμως και σύμφωνα με τον Λ' κανόνα της, απαγορεύτηκαν τα μικτά λουτρά. Τις πρώτες, ωστόσο, μέρες της απαγόρευσης, παρόλο την απαγόρευση, πολλοί αδιαφορούσαν και πήγαιναν να πάρουν εκεί το μπάνιο τους. Αλλά μόλις άρχιζαν το λούσιμο τους, τους έκοβαν το ζεστό νερό και έτρεχε μόνο κρύο. Από αυτό, βγήκε και η φράση: «έμεινε στα κρύα του λουτρού».
Έφαγε το ξύλο της χρονιάς.
Στο Βυζάντιο οι δάσκαλοι ήταν σχεδόν όλοι, καλόγεροι και παπάδες. Φυσικά έδερναν κι αυτοί τους μαθητές, αλλά μόνο μια φορά το χρόνο, τον Αύγουστο, που σταματούσαν τα μαθήματα, για να ξαναρχίσουν πάλι τέλη Σεπτεμβρίου. Έτσι κάθε μαθητής ήταν υποχρεωμένος να περάσει από τον παιδονόμο, για να φαει το ξύλο του. Έτσι είχαν την εντύπωση, ότι τον ένα μήνα, που θα έλειπαν από το σχολείο, θα ήταν φρόνιμοι. Από αυτό βγήκε και η φράση: «έφαγε το ξύλο της χρονιάς του», που τη λέμε, όταν μαθαίνουμε, πως κάποιος τις έφαγε για τα καλά.
Μάλλιασε η γλώσσα μου.
Στη βυζαντινή εποχή υπήρχαν διάφορες τιμωρίες, ανάλογες, βέβαια, με το παράπτωμα. Όταν π.χ. ένας έλεγε πολλά, δηλαδή έλεγε λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, τότε τον τιμωρούσαν με έναν τρομερό τρόπο. Του έδιναν ένα ειδικό χόρτο, που ήταν υποχρεωμένος με το μάσημα να το κάνει πολτό μέσα στο στόμα του. Το χόρτο, όμως, αυτό ήταν αγκαθωτό, στυφό και αρκετά σκληρό, τόσο που κατά το μάσημα στο στόμα του πρηζόταν και η γλώσσα του, άνοιγε, μάτωνε και γινόταν ίνες-ίνες, κλωστές-κλωστές, δηλαδή, όπως είναι τα μαλλιά. Από την απάνθρωπη τιμωρία βγήκε και η παροιμιώδης φράση : «μάλλιασε η γλώσσα μου», που την λέμε μέχρι σήμερα, όταν προσπαθούμε με τα λόγια μας να πείσουμε κάποιον για κάτι και του το λέμε πολλές φορές.
Μας άλλαξαν τα φώτα.
Οι Βυζαντινοί τιμωρούσαν πολλούς εγκληματίες, με έναν απάνθρωπο τρόπο. Τους κρέμαγαν και τους έβαζαν φωτιά στα πόδια, αφήνοντας τους να καίγονται σαν λαμπάδες. Και φαίνεται πως οι δολοφόνοι ήταν πολλοί την εποχή εκείνη, αφού για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα φώτιζαν τον Κεράτιο κόλπο. Αργότερα όμως η τιμωρία αυτή θεώρησε βάρβαρη και οι εγκληματίες αντικαταστάθηκαν με αληθινούς πυρσούς. Αυτοί ωστόσο, που ήθελαν να καίγονται οι εγκληματίες, έλεγαν δυσαρεστημένοι: «Μας άλλαξαν τα φώτα».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου